Το γλαύκωμα αποτελεί μια σχετικά συνηθισμένη πάθηση για τον οφθαλμίατρο. Με τον όρο γλαύκωμα χαρακτηρίζεται η αύξησης της ενδοφθάλμιας πίεσης η οποία με την σειρά της επιβαρύνει το οπτικό νεύρο καταστρέφοντας προοδευτικά τις νευρικές ίνες που το αποτελούν.
Η αιτιολογία της νόσου παραμένει άγνωστη στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και υπάρχει μια κληρονομική επιβάρυνση η οποία όσον αφορά τους απογόνους του ασθενούς είναι περίπου 4% και όσον αφορά τα αδέλφια του ασθενούς περίπου 10%. Υπάρχουν διάφοροι τύποι γλαυκώματος αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών αφορά το λεγόμενο χρόνιο απλό γλαύκωμα ανοικτής γωνίας. Υπάρχουν όμως και τα δευτεροπαθή γλαυκώματα τα οποία μπορεί να σχετίζονται με την τοπική η συστηματική λήψη φαρμάκων, με παθήσεις του οφθαλμού η ακόμη και συστηματικές παθήσεις, το σχήμα η και το μέγεθος του φακού του οφθαλμού, την κατασκευή του οφθαλμού, με την ύπαρξη έντονης χρωστικής η και την λεγόμενη «ψευδο αποφολίδωση».
Πρόκειται για μια εξαιρετικά «ύπουλη» πάθηση διότι στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν προκαλεί το παραμικρό σύμπτωμα. Υπάρχουν ασθενείς των οποίων η ενδοφθάλμια πίεση μπορεί να φθάσει προοδευτικά τιμές της τάξης των 30, 40mmHg η ακόμη και μεγαλύτερες χωρίς να προκαλεί συμπτώματα (κανονικά η τιμή της ενδοφθάλμιας πίεσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 21mmHg)
Ένα άλλο στοιχείο που δυσκολεύει την διάγνωση του γλαυκώματος είναι το ότι για να ερμηνεύσει κανείς σωστά την τιμή της ενδοφθάλμιας πίεσης πρέπει να έχει μετρηθεί και το κεντρικό πάχος του κερατοειδούς. Η συντριπτική πλειοψηφία των τονομέτρων (έτσι ονομάζονται τα όργανα που μετρούν την ενδοφθάλμια πίεση) είναι ρυθμισμένα για ένα κεντρικό πάχος κερατοειδούς περίπου 545 microns. Αν όμως κάποιος ασθενής έχει μεγαλύτερο η μικρότερο κεντρικό πάχος κερατοειδούς τότε η πραγματική πίεση είναι αντίστοιχα μικρότερη η μεγαλύτερη από την αναγραφόμενη στο όργανο.
Εκτός από την μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης και την μέτρηση του κεντρικού πάχους του κερατοειδούς είναι πολύ σημαντικό ένα λεπτομερές ιατρικό ιστορικό καθώς επίσης και η εμφάνιση του οπτικού νεύρου.
Κεφαλαιώδους σημασίας για τους ασθενείς που πάσχουν από γλαύκωμα είναι οι τακτικές μετρήσεις της ενδοφθάλμιας πιέσεως καθώς επίσης ο έλεγχος των οπτικών πεδίων, η λεπτομερής εξέταση των οπτικών νεύρων με οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) και φωτογράφηση των οπτικών νεύρων.
Η αρχική αντιμετώπιση του γλαυκώματος συνίσταται σε χορήγηση κολλυρίων τα οποία τις περισσότερες φορές καταφέρνουν να ρυθμίσουν την ενδοφθάλμια πίεση στα επιθυμητά επίπεδα. Αν αυτό δεν επιτευχθεί τότε μπορεί να προστεθεί και δεύτερο η και τρίτο κολλύριο η ακόμη και από του στόματος αγωγή αλλά για σχετικά περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι ασθενείς (και υπεύθυνος για την ενημέρωση αυτή είναι ο οφθαλμίατρος που χορηγεί την αγωγή) τις πιθανές τοπικές η/και συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες των χορηγούμενων φαρμάκων καθώς αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την γενικότερη κατάσταση του ασθενούς αλλά και την συμμόρφωση με την χορηγούμενη αγωγή.
Στις περιπτώσεις των ασθενών που η φαρμακευτική αγωγή αδυνατεί να ελέγξει την ενδοφθάλμια πίεση και παρατηρείται επιδείνωση των οπτικών πεδίων και των μετρήσεων στην οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) η κατάσταση αντιμετωπίζεται χειρουργικά.
Μια ενδιάμεση αντιμετώπιση της αυξημένης ενδοφθαλμίου πιέσεως (μεταξύ φαρμακευτικής αγωγής και χειρουργικής επέμβασης) μπορεί να είναι και η χρήση laser (Selective Laser Trabeculoplasty). Το αποτέλεσμα στην μείωση της πίεσης με την μέθοδο αυτή είναι όμως παροδικό (6 – 12 μήνες περίπου).